- καθαρμούς
- καθαρμόςcleansingmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Φεβρουάριος — Δεύτερος μήνας του γρηγοριανού ημερολογίου. Έχει 28 μέρες και 29 στα δίσεκτα έτη. Ο μήνας Φ. προσετέθηκε από τον Νουμά Πομπίλιο στον τελευταίο μήνα του ρωμαϊκού έτους. Το 154 π.Χ. μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση. Επειδή ήταν πολύ βροχερός μήνας … Dictionary of Greek
CANIS (per) in duo dissecti partes transire — per CANIS in duo dissecti partes transire consuevêre olim Lacedaemonii, vel Boeoti potius, apud Plutarchum, Quaest. Rom. 111. quod pro publica expiatione habitum est. Idem de Macedonibus Livius tradit, l. 40. c. 6. ubi de Philippo Rege Macedonum … Hofmann J. Lexicon universale
ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… … Hofmann J. Lexicon universale
EPIMENIDES — Poeta Epicus, Solonis σύγχρονος, circa Olymp. 46. Patriâ Cretensis. qui a patre Agiasarcho in agrum ad custodiendum pecus missus in quodam antro obdormivit Annos 75. Unde emanavit Proverbium, Epimenidis somnum dormire. Tandem expergefactus, cum… … Hofmann J. Lexicon universale
LOTIO Manuum — apud Hebraeos, anxie ac superstitiose iam inde ab antiquis temporibus, uti diximus, observata est. Hinc Pharisaei et quidam ex Scribis, quum vidislent quosdam ex discipulis Iesu, Marci c. 7. v. 2. pollutis manibus, i. e. illotis edere panem,… … Hofmann J. Lexicon universale
αποκλύζω — ἀποκλύζω (Α) 1. ξεπλένω καλά, αποτρέπω κάτι με καθαρμούς … Dictionary of Greek
ιεροβοτάνη — η (Α ἱεροβοτάνη) ονομασία φυτών τού γένους βερβένα αρχ. το φυτό που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές και καθαρμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + βοτάνη] … Dictionary of Greek
καθαρματώδης — καθαρματώδης, ώδες (Α) [κάθαρμα] αυτός που αναφέρεται στους καθαρμούς … Dictionary of Greek
μαντείο — Ο τόπος όπου κατά την αρχαιότητα πιστευόταν ότι επικοινωνούσε ο θεός με τον άνθρωπο και εξέφραζε τη θέλησή του με χρησμό. Ο θεός επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε μια πράξη του παρελθόντος, προειδοποιούσε για ένα μελλοντικό γεγονός ή συμβούλευε για την… … Dictionary of Greek
προσοδεύω — Α [πρόσοδος] 1. αποφέρω, παράγω 2. (μέσ. και παθ.) προσοδεύομαι α) παίρνω εισόδημα, πρόσοδο β) εκμεταλλεύομαι κάτι γ) (για γη) παρέχω, δίνω καρπό δ) λαμβάνομαι ως εισόδημα 3. μτφ. συνάγω με τη σκέψη («καθαρμοὺς ἐκ ποικίλων θεωρημάτων… … Dictionary of Greek